γουρλωτός
Смотреть что такое "γουρλωτός" в других словарях:
γουρλωτός — ή, ό (για τα μάτια) αυτός που εξέχει από τις κόγχες … Dictionary of Greek
γουρλωτός — ή, ό (για τα μάτια), αυτός που εξέχει από τις κόγχες, ο γουρλωμένος: Αδυνάτισε τόσο ώστε τα μάτια της έγιναν γουρλωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)