γουρλωτός

γουρλωτός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γουρλωτός" в других словарях:

  • γουρλωτός — ή, ό (για τα μάτια) αυτός που εξέχει από τις κόγχες …   Dictionary of Greek

  • γουρλωτός — ή, ό (για τα μάτια), αυτός που εξέχει από τις κόγχες, ο γουρλωμένος: Αδυνάτισε τόσο ώστε τα μάτια της έγιναν γουρλωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»